Λέξη: αγοραστής

Σχετικές λέξεις: αγοραστής

αγοραστήσ υπηρεσιών υγείασ, αγοραστής του 902, αγοραστής τέζα, η αγοραστής, προσωπικός αγοραστής, αγοραστής στα αγγλικά, αγοραστής αγγλικά, αγοραστής 902, αγοραστής της κληρονομητέας έπαυλης μινέικο του ψυχικού

Συνώνυμα: αγοραστής

παραγγελιοδότης, χρίζων, ψωνιστής

Μεταφράσεις: αγοραστής

αγοραστής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
buyer, purchaser, shopper, acquirer, a buyer

αγοραστής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
comprador, cliente, Si compras, el comprador, del comprador, comprador de

αγοραστής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kaufe, käufer, Käufer, Beim Kauf, Kunde, Käufers, Kunden

αγοραστής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
preneur, acheteur, marchand, acquéreur, client, l'acheteur, acheteurs

αγοραστής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
compratore, acquirente, committente, il compratore

αγοραστής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comprador, freguês, Compradora, Buyer, adquirente, o comprador

αγοραστής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afnemer, klant, koper, de koper, kopers

αγοραστής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
потребитель, клиент, закупщик, покупатель, покупателя, покупателем, покупателю

αγοραστής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjøperen, kjøper, kjøperens, kjøpers

αγοραστής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inköpare, köpare, avnämare, köparen, köparens

αγοραστής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ostaja, ostomies, tilaaja, ostajan, ostajalle, ostajaa, ostajana

αγοραστής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
køber, køberen, købers, køberens

αγοραστής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kupující, kupec, zákazník, nákupčí, odběratel, kupujícího, kupujícím

αγοραστής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nabywca, kupiec, klient, kupujący, nabywcy, kupującego, nabywcą

αγοραστής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bevásárló, intézvényes, rendelvényes, vásárló, vevő, vevőnek, vevővel, vevőt

αγοραστής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alıcı, Alici, alıcının, bir alıcı

αγοραστής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
покупець, клієнт, придбаний, покупця

αγοραστής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
blerës, blerësi, blerësit, blerës të, blerës i

αγοραστής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
купувач, купувача, на купувача, купувачът

αγοραστής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пакупнік

αγοραστής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ostja, hankija, ostjale, ostjat, ostjal

αγοραστής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kupac, kupca, kupcu

αγοραστής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kaupandi, kaupanda, kaupandinn, verkkaupi

αγοραστής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pirkėjas, pirkėjo, pirkėjui

αγοραστής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pircējs, pircējam, pircēja, pircēju

αγοραστής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
купувачот, купувач, на купувачот

αγοραστής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cumpărător, cumpărătorului, cumparator, cumprtorului, cumpărătorul

αγοραστής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kupec, kupca, kupcu, kupcem

αγοραστής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kupec, zákazník, kupujúci, kupujúcich
Τυχαίες λέξεις