Διάρρηξη στα αγγλικά

Μετάφραση: διάρρηξη, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
burglary, disruption, rupture, burst
Διάρρηξη στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: διάρρηξη

rupture
  • ρήξη
  • διάρρηξη
  • θλάση
  • σπάσιμο
  • κήλη
break-in
  • διάρρηξη
burglary
  • διάρρηξη
  • κλοπή διά ρήξεως
disruption
  • αναστάτωση
  • διάσπαση
  • διάρρηξη
  • αποδιοργάνωση
  • άρνηση πρόσβασης

Σχετικές λέξεις: διάρρηξη

διάρρηξη του χαλινού, διάρρηξη κλειδαριάς, διάρρηξη συμβολαίου, διάρρηξη ονειροκρίτης, διάρρηξη παρθενικού υμένα, διάρρηξη λεξικό γλώσσας αγγλικά, διάρρηξη στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • διάρθρωση στα αγγλικά - framing, articulation, structure, structures, structuring, layout, structured
  • διάρκεια στα αγγλικά - duration, period, length, during, course
  • διάρροια στα αγγλικά - diarrhoea, diarrhea, Diarrhoea
  • διάσημος στα αγγλικά - renowned, famous, illustrious, celebrated, a famous
Τυχαίες λέξεις
Διάρρηξη στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: burglary, disruption, rupture, burst