Λέξη: διάρρηξη
Σχετικές λέξεις: διάρρηξη
διάρρηξη του χαλινού, διάρρηξη κλειδαριάς, διάρρηξη συμβολαίου, διάρρηξη ονειροκρίτης, διάρρηξη παρθενικού υμένα, διάρρηξη σύμβασης, διάρρηξη αυτοκινήτου, διάρρηξη του παρθενικού υμένα, διάρρηξη δικαιοπραξίας, διάρρηξη πόρτας ασφαλείας
Συνώνυμα: διάρρηξη
ρήξη, θλάση, σπάσιμο, κήλη, κλοπή διά ρήξεως, αναστάτωση, διάσπαση, αποδιοργάνωση, άρνηση πρόσβασης
Μεταφράσεις: διάρρηξη
διάρρηξη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
burglary, disruption, rupture, burst
διάρρηξη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
robo con fractura, robo, robos, de robo, el robo
διάρρηξη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einbruch, Einbruch, Diebstahl, Einbruchdiebstahl, Einbruchs
διάρρηξη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
effraction, cambriolage, vol, cambriolages, le cambriolage
διάρρηξη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
furto con scasso, furto, scasso, effrazione, burglary
διάρρηξη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
roubo, arrombamento, assalto, assaltos, burglary
διάρρηξη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inbraak, burglary, diefstal, inbraken, inbraak-
διάρρηξη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
налёт, кража, ограбление, кража со взломом, взлома, взломом, кражи со взломом
διάρρηξη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innbrudd, innbrudds, tyveri, innbruddet
διάρρηξη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inbrott, inbrotts, inbrottet, inbrottsskydd
διάρρηξη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
murto, murron, varkaus, murrosta, murto-
διάρρηξη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indbrud, tyveri, indbrudstyveri, indbruddet
διάρρηξη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
krádež, vloupání, loupež, proti vloupání, vloupáním
διάρρηξη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
włamanie, bandytyzm, włamania, włamaniem, włamaniowy, na włamanie
διάρρηξη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
betörés, betöréses lopás, betöréses, a betörés, betöréselleni
διάρρηξη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hırsızlık, hırsızlığa, soygun, burglary, hırsız
διάρρηξη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
крадіжка, крадіжка зі зломом, крадіжка зі зламом
διάρρηξη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vjedhje, vjedhje e, vjedhjet, vjedhja, vjedhjes
διάρρηξη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обир, кражба с взлом, взлом, кражба чрез взлом, грабеж
διάρρηξη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крадзеж, крадзёж, кража
διάρρηξη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
murdvargus, sissemurdmine, murdvarguse, sissemurdmise, sissemurdmiste
διάρρηξη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krađa, provala, provale, provalu, pljačka
διάρρηξη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
húsbrot, innbrot, innbrotum, innbrots
διάρρηξη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vagystė, apiplėšimas, vagysčių, įsilaužimo, įsilaužimui, vagystės
διάρρηξη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zādzība, laupīšanas, laupīšana, ielaušanās, ielaušanos
διάρρηξη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
провална кражба, провала, кражба, провална, разбојништво
διάρρηξη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spargere, furt, efracție, efractie, antiefractie
διάρρηξη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vlom, vloma, protivlomna, protivlomno, vlomom
διάρρηξη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krádež, lúpež, korisť, loupež