Επιτήδειος στα αγγλικά

Μετάφραση: επιτήδειος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
skilful, adept, dexterous, deft, slicker, skillful, shrewd
Επιτήδειος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: επιτήδειος

deft
  • επιτήδειος
  • επιδέξιος
handy
  • βολικός
  • εύχρηστος
  • επιτήδειος
  • ευχερής
  • πρόχειρος
  • εξυπηρετικός
slick
  • λείος
  • εύγλωτος
  • επιδέξιος
  • επιτήδειος
clever
  • έξυπνος
  • επιτήδειος
crafty
  • πανούργος
  • επιτήδειος
shrewd
  • πανούργος
  • οξύνους
  • επιτήδειος
cunning
  • πονηρός
  • πανούργος
  • πολυμήχανος
  • επιτήδειος
skilful
  • ικανός
  • επιδέξιος
  • έντεχνος
  • δεξιοτέχνης
  • επιτήδειος
slicker
  • επιτήδειος
dextrous
  • επιδέξιος
  • επιτήδειος
great at
  • επιδέξιος
  • επιτήδειος
skillful
  • επιδέξιος
  • επιτήδειος
dexterous
  • επιδέξιος
  • επιτήδειος

Σχετικές λέξεις: επιτήδειος

επιτήδειος συνώνυμα, επιτήδειοσ γιώργοσ, επιτήδειος γεωργιος, επιτήδειος συνώνυμο, επιτήδειος λεξικο, επιτήδειος λεξικό γλώσσας αγγλικά, επιτήδειος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • επισφαλής στα αγγλικά - shaky, unsafe, precarious, insecure, fragile
  • επισύρω στα αγγλικά - attract, draw, incur, bring to, draw to
  • επιτήδευμα στα αγγλικά - vocation, trade, a trade
  • επιτήδευση στα αγγλικά - affectation, sophistication, priggery, mannerism, primness
Τυχαίες λέξεις
Επιτήδειος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: skilful, adept, dexterous, deft, slicker, skillful, shrewd