Καθομιλούμενος στα αγγλικά
Μετάφραση: καθομιλούμενος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vernacular, conversational, colloquial
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: καθομιλούμενος
colloquial
- καθομιλουμένη
- ομιλουμένη
- καθομιλούμενος
- ομιλητικός
- ομιλούμενος
- καθομιλούμενος
Σχετικές λέξεις: καθομιλούμενος
καθομιλούμενος λεξικό γλώσσας αγγλικά, καθομιλούμενος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- καθοδηγώ στα αγγλικά - direct, guide, steer, goad, guiding, guide you, guiding you, ...
- καθολικός στα αγγλικά - catholic, Catholic, global, universal, a Catholic, a universal
- καθορίζω στα αγγλικά - quote, specify, determine, define, settle on, I define, I specify
- καθορισμένος στα αγγλικά - set, statutory, fixed, definite, appointed, stated, defined
Τυχαίες λέξεις
Καθομιλούμενος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: vernacular, conversational, colloquial
Μεταφράσεις: vernacular, conversational, colloquial