Λέξη: φλούδα

Σχετικές λέξεις: φλούδα

φλούδα πορτοκαλιού ιδιότητες, φλούδα πορτοκάλι γλυκό, φλούδα πορτοκαλιού, φλούδα πέτρας, φλούδα λεμονιού, φλούδα ροδιού, φλούδα μήλου, φλούδα πεύκου, φλούδα ξύλου, φλούδα μπανάνας

Συνώνυμα: φλούδα

περικάρπιο οστρείου, τσόφλι, κέλυφος, φλοιός, πτυάριο αρτοποιού, δέρμα, πετσί, τομάρι

Μεταφράσεις: φλούδα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rind, peel, skin, husk, peeled
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
piel, corteza, cáscara, cáscara de, la cáscara, exfoliación
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rinde, schwarte, haut, Schale, schälen, Schäl, Schalen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cuir, pelure, peau, coque, couenne, coquille, test, croûte, peler, éplucher, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scorza, cute, pelle, corteccia, buccia, buccia di, peel
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pele, cútis, casca, casca de, cascas, peel, peeling
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schil, pels, huid, vel, vacht, schillen, het vel los te, van het vel los, peel
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кожура, шкура, шелуха, кора, шкурка, корка, очистка, корки, кожуры, кожица
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skinn, skall, skrelle, peel, skallet, peeling
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skal, peel, fäster, skalet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
iho, kuori, talja, kamara, kuorta, peel, kuoret, kuorinta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skræl, skaller, peel, peeling, skind
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skořápka, kůra, slupka, kůrka, kůže, slupkou, kůry, slupky
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krąg, pierścień, kora, łupina, skóra, skórka, obrączka, koło, pierścionek, spekulacja, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
héj, hámlik, héja, lefejtési, peel
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
deri, kabuk, kabuğu, soyma, sıyrılma, soyulma
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
облямовування, шкірка, очищення, кора, шкірки
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zhvishem, lëvozhgë, lëvore, cipë, lëkurë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кора, кори, пилинг, кори от, обелване
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скура, лупіна, лупіны, кожура, скурка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kamar, koor, koorega, koorida, koort, koored
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kora, guliti, oguliti, peel, ljuštenja
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hýði, afhýða, berki, Peel, ávaxtahýði
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
crusta
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žievelė, odelė, žievė, nulupti, žievelės
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
miza, mizas, mizu, pīlings, miziņu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кора, излупете, кора од, лушпа, лупење
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pieliță, coaja, coaja de, coji, coajă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lupine, peel, piling, lupina, lupino
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kôra, kúra, šupy, kôry

Στατιστικά δημοτικότητας: φλούδα

Τυχαίες λέξεις