Απενεργοποιώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: απενεργοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
правя неспособен, деактивирате, забраните, изключите, деактивиране
Απενεργοποιώ στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απενεργοποιώ

απενεργοποιώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, απενεργοποιώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • απελευθερώνω στα βουλγαρικά - освобождава, освобождавам, освободи, освободят, се освободят, освободим
  • απελπισμένος στα βουλγαρικά - безнадежден, безнадеждно, безнадеждна, безнадеждни, безнадеждното
  • απερίσκεπτος στα βουλγαρικά - необмислен, невнимателен, неделикатен, необмислено, невнимателни
  • απεργία στα βουλγαρικά - стачка, удар, стачката, упражняване
Τυχαίες λέξεις
Απενεργοποιώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: правя неспособен, деактивирате, забраните, изключите, деактивиране