Λέξη: σκορπίζω
Σχετικές λέξεις: σκορπίζω
σκουπίζω συνώνυμα
Συνώνυμα: σκορπίζω
στρώνω, επιπάσσω, διασκορπίζω, διασκορπίζομαι
Μεταφράσεις: σκορπίζω
σκορπίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scatter, shake out, strew, bestrew, strow
σκορπίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dispersar, dispersión, sacudir, sacuda, sacuda el, sacuda los, sacudir las
σκορπίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausschütteln, schütteln, schütteln Sie, shake out, herausschütteln
σκορπίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
renverser, diffusion, disperser, s'éparpiller, dissiper, épandre, éparpillez, dispersion, semer, disséminer, diffuser, éparpillent, verser, éparpillons, dissipation, éparpillement, bien secouer, secouer, secouez, secouer les
σκορπίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sparpagliare, spandere, disseminare, spargere, sciogliere, scuotere, vuotare, scrollare, scuotere la
σκορπίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desamontoar, amedrontar, espargir, sacuda, sacudir, agitar fora, esvaziar, sacudir a
σκορπίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rondstrooien, strooien, uitschudden, schud, schudden, uitkloppen, schud het
σκορπίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разгонять, рассыпать, разметать, сорить, закидывать, рассредоточивать, раскидывать, посыпать, разбросать, разрывать, разрушать, усыпать, расшвыривать, размещать, распылять, разъединять, вытрясти, вытряхнуть, вытряхните, вытряхивать, вытряхнет
σκορπίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
riste ut, ryste, deretter riste ut, deretter riste ut av, riste ut av
σκορπίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skaka ut, skaka ur, skaka, töm ut, Slå ut
σκορπίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hajoaminen, hajottaa, hajota, haihtua, loitota, hälventyä, pudistaa, ravistele, ravista, ravistaa, ravistelemalla
σκορπίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
strø, ryste, rystes, ryst, ryster, omrystes
σκορπίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozházení, roztrušovat, rozmetat, rozházet, roztrousit, tříštit, rozsít, rozsypat, rozptyl, rozehnat, rozptýlit, trousit, rozptýlení, rozsévat, rozhodit, vytřást, vytřepte, vyklepejte, vytřepat, vyklepat
σκορπίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozpraszać, rozrzucać, zdekoncentrować, rozstrzelić, posiać, rozsypać, rozlatywać, rozpędzać, rozpryskiwać, rzednieć, rozbiegać, rozproszyć, wyrwać, wytrząsnąć, wytrząśnij, wytrząśnie, być wytrząsana
σκορπίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiráz, rázza ki, rázza le, rázzon ki, rázza le a
σκορπίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
silkelemek, ayıklandığı, silkeleyin, sallayarak, sallamak
σκορπίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
посипаючи, розсипаючись, розігнати, розкидайте, витрусити, витрясти
σκορπίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpërndaj, heq, shkundur nga
σκορπίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разгъвам, отърси, да отърси, изтръскайте, разклаща
σκορπίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вытрасці, знайсьці, выціснуць
σκορπίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hajutama, Puhastada, raputage
σκορπίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prosuti, bacati, raspršenost, istresti, tresti iz
σκορπίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dreifa, hrista, hrist, hristið, hristir, að hrista
σκορπίζω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fundo
σκορπίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išpurtyti, iškrato, pat iškrato, taip pat iškrato, iškrėsti
σκορπίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izkratīt, krata no, krata, izkratiet
σκορπίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
истресеме, тресат, се ослободи од, се тресат, ослободи од
σκορπίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
goli scuturând, scutura, agită din, se agită din, agită în
σκορπίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
iztresite, odtresite
σκορπίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vytriasť
Τυχαίες λέξεις