Λέξη: λαξευτής

Μεταφράσεις: λαξευτής

λαξευτής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sculptor, chiseler, carved

λαξευτής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escultor, chiseler, estafador, cincel

λαξευτής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
plastiker, bildhauer, Steinmetz, chiseler, Gauner

λαξευτής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sculpteur, chiseler

λαξευτής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scultore, chiseler, cesellatore, scalpellino

λαξευτής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chiseler, escultor

λαξευτής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
chiseler

λαξευτής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ваятель, скульптор, ваяние, резчик, мошенник

λαξευτής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
billedhugger, chiseler

λαξευτής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skulptör, bildhuggare, chiseler

λαξευτής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
chiseler

λαξευτής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
chiseler

λαξευτής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sochař, otesávač

λαξευτής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rzeźbiarz, snycerz, chiseler

λαξευτής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szobrász, chiseler

λαξευτής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
üçkâğıtçı, dolandırıcı, para sızdıran kimse, sızdıran, para sızdıran

λαξευτής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скульптор, шахрай, шахрая

λαξευτής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
skulptor, chiseler

λαξευτής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
chiseler

λαξευτής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
махляр, ашуканец, махляра, шалбер, круцель

λαξευτής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kujur, skulptor, saamamees

λαξευτής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kipar, skulptor, chiseler

λαξευτής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
chiseler

λαξευτής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skulptorius, chiseler

λαξευτής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tēlnieks, skulptors, chiseler

λαξευτής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
chiseler

λαξευτής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sculptor, chiseler

λαξευτής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
chiseler

λαξευτής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
otesávač
Τυχαίες λέξεις