Δακτύλιος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δακτύλιος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гольо, пръстен, пръстена, пръстенна, пръстенен
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δακτύλιος
δακτύλιος το πάσχα, δακτύλιος ώρες 2014, δακτύλιος στην αθήνα, δακτύλιος ώρες πασχα, δακτύλιος πάσχα 2014, δακτύλιος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δακτύλιος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δακτυλίδι στα βουλγαρικά - пръстен, пръстена, пръстенна, пръстенен
- δακτυλογραφώ στα βουλγαρικά - тип, пиша на пишеща машина
- δαμάσκηνο στα βουλγαρικά - слива, сливова, сливи, от сливи, сливови
- δανείζομαι στα βουλγαρικά - назаем, заеме, заемат, заем, заема
Τυχαίες λέξεις
Δακτύλιος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: гольо, пръстен, пръстена, пръстенна, пръстенен
Μεταφράσεις: гольо, пръстен, пръстена, пръстенна, пръстенен