Λέξη: ομοφυλόφιλος

Σχετικές λέξεις: ομοφυλόφιλος

ομοφυλόφιλος γεννιέσαι ή γίνεσαι, ομοφυλόφιλος γκέι, ομοφυλόφιλος γκέι ομοφυλοφιλία, ομοφυλόφιλος βελουχιώτης, ομοφυλόφιλος πατέρας, ομοφυλόφιλος ποιητής, ομοφυλόφιλος βερτης, ομοφυλόφιλοσ καβάφησ, ομοφυλόφιλος κολοκοτρώνης, ομοφυλόφιλος συνώνυμα

Συνώνυμα: ομοφυλόφιλος

πούστης, δούλος, υπηρέτης, αρσενοκοίτης, παιδεραστής, αδελφή, σουτζουκάκι, δεμάτι ξύλα, δέσμη ξύλων ή ράβδων, νεράιδα, θηλυπρεπής ανήρ, βασίλισσα, παραπληρών, ελκυομένος από το ίδιο φύλο, φιλομόφυλος

Μεταφράσεις: ομοφυλόφιλος

ομοφυλόφιλος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gay, homosexual, poof, homo, fagot

ομοφυλόφιλος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
divertido, jovial, alegre, homosexual, Gay, gays, homosexuales

ομοφυλόφιλος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fröhlich, schwul, lustig, froh, homosexuelle, schwule, homosexuell, vergnügt, schwuler, heiter, Homosexuell

ομοφυλόφιλος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gai, rigolo, gaillard, homosexuel, mouvementé, allègre, réjoui, jovial, sémillant, dissolu, actif, licencieux, guilleret, vivace, alerte, enjoué, Gay, gais, gaie

ομοφυλόφιλος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giocondo, gaio, festoso, lieto, allegro, gay, omosessuale

ομοφυλόφιλος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alegre, jovial, festivo, homossexual, Gay, gays, Lésbicas

ομοφυλόφιλος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
monter, opgewekt, lustig, goedgehumeurd, vrolijk, goedgeluimd, homoseksueel, homo-, homo, gay

ομοφυλόφιλος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
блестящий, гомосексуальный, веселый, радостный, беспутный, содомит, яркий, красочный, нарядный, пестрый, развеселый, цветистый, гей, геев, геем

ομοφυλόφιλος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lystig, morsom, glad, munter, gay, homofil, homofile, homo

ομοφυλόφιλος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
glättig, munter, glad, ljus, gay, bög, homosexuella, homosexuell

ομοφυλόφιλος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hinttari, hilpeä, hauska, iloinen, hintti, homo, Gay, homojen, homo-

ομοφυλόφιλος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gay, bøsse, homoseksuelle, homoseksuel

ομοφυλόφιλος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
živý, nevázaný, homosexuál, prostopášný, veselý, radostný, čilý, homosexuální, gay, gayové

ομοφυλόφιλος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wesoły, gej, radosny, homoseksualista, rozpustny, bezmyślny, żywy, homoseksualny, pedał, gejem, gejów

ομοφυλόφιλος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
élvhajhászó, homoszexuális, meleg, Gay, melegek

ομοφυλόφιλος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
neşeli, keyifli, şen, eşcinsel, gay, Gey, homoseksüel, ile Eşcinsel

ομοφυλόφιλος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
яркий, радісний, ошатний, виблискуючий, веселий, гей

ομοφυλόφιλος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gëzueshëm, homoseksual, gay, homoseksualëve, gej, e homoseksualëve

ομοφυλόφιλος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гей, весел, хомосексуалист, педераст, хомосексуален

ομοφυλόφιλος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гей

ομοφυλόφιλος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
homo, ei, lustlik, gei, Gay, geide

ομοφυλόφιλος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vedar, radostan, šaljiv, homoseksualac, peder, gay, Gej, gejevi

ομοφυλόφιλος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gay, hommi, kátur, samkynhneigðir, homma

ομοφυλόφιλος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
hilaris

ομοφυλόφιλος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gėjus, gėjų, Gėjų namų, gay, gėjai

ομοφυλόφιλος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
homoseksuāls, Gay, geju, gejs, gejiem

ομοφυλόφιλος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
геј, хомосексуалци, хомосексуалците, хомосексуалец, хомосексуалните

ομοφυλόφιλος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vesel, homosexual, Gay, homosexuali, homosexualilor, homo

ομοφυλόφιλος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vesel, gay, homoseksualec, gej, gejevski, homoseksualec samski

ομοφυλόφιλος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
veselý, homosexuál, gay

Στατιστικά δημοτικότητας: ομοφυλόφιλος

Τυχαίες λέξεις