Συμβιβάζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: συμβιβάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
примири, помири, съгласува, съвместяват, съвместяване
Συμβιβάζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμβιβάζω

συμβιβάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συμβιβάζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • συμβατικός στα βουλγαρικά - конвенционален, конвенционална, конвенционалната, конвенционалните, конвенционални
  • συμβατός στα βουλγαρικά - съвместим, съвместима, съвместими, съвместимо, за съвместима
  • συμβιβασμός στα βουλγαρικά - компромис, компромисно, компромиси, компромисен
  • συμβιβαστικός στα βουλγαρικά - отстъпчив, помирителен, примирителен, отстъпчива, помирително
Τυχαίες λέξεις
Συμβιβάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: примири, помири, съгласува, съвместяват, съвместяване