Φορώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: φορώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
облекло, износване, носене, носят, носите, носете
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φορώ
φοράω φορώ, φοράω συνωνυμα, φερετζέ φορώ, φορώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, φορώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- φορτικός στα βουλγαρικά - настойчивия, настойчив, натрапничав, натрапчив, настойчивата, упорит
- φορτώνω στα βουλγαρικά - натоварване, товар, товара, натоварването, на натоварването
- φουγάρο στα βουλγαρικά - кюнец, комин, комина, висок комин
- φουντάρω στα βουλγαρικά - основателя, fountaro
Τυχαίες λέξεις
Φορώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: облекло, износване, носене, носят, носите, носете
Μεταφράσεις: облекло, износване, носене, носят, носите, носете