Φορώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: φορώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dėvėti, nešioti, drabužiai, dėvi, vilkėti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φορώ
φοράω φορώ, φοράω συνωνυμα, φερετζέ φορώ, φορώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, φορώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- φορτικός στα λιθουανικά - landus, Namolny, Dokuczliwy, Apnicīgs, grisus
- φορτώνω στα λιθουανικά - apkrova, apkrovos, krovinys, apkrovą, krūvis
- φουγάρο στα λιθουανικά - piltuvas, smokestack
- φουντάρω στα λιθουανικά - įkūrėjas, fountaro
Τυχαίες λέξεις
Φορώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: dėvėti, nešioti, drabužiai, dėvi, vilkėti
Μεταφράσεις: dėvėti, nešioti, drabužiai, dėvi, vilkėti