Φορώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: φορώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зброя, носити, носитиме, мати
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φορώ
φοράω φορώ, φοράω συνωνυμα, φερετζέ φορώ, φορώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, φορώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- φορτικός στα ουκρανικά - імпорт, настирливий, настирний, надокучливий, нав'язливий
- φορτώνω στα ουκρανικά - тягар, приспів, тягарі, вага, навантаження, нагрузка
- φουγάρο στα ουκρανικά - вирва, димар, лійка, димохід, димова, димову
- φουντάρω στα ουκρανικά - впасти, осідати, фундатор, засновник, упасти, fountaro
Τυχαίες λέξεις
Φορώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зброя, носити, носитиме, мати
Μεταφράσεις: зброя, носити, носитиме, мати