Όχημα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: όχημα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
носител, превозно средство, превозното средство, на превозното средство
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όχημα
όχημα υποστήριξης πεζικού terminator, όχημα ειδικού σκοπού, όχημα hagen, όχημα ορισμός, όχημα του πολυτεχνείου κρήτης, όχημα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, όχημα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- όταν στα βουλγαρικά - кога, когато, при, когато се
- όφελος στα βουλγαρικά - облага, полза, ползи, обезщетение, ползите
- όχθη στα βουλγαρικά - банка, банкова, банков, банковата, банката
- όχι στα βουλγαρικά - не, да не, не е, не се
Τυχαίες λέξεις
Όχημα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: носител, превозно средство, превозното средство, на превозното средство
Μεταφράσεις: носител, превозно средство, превозното средство, на превозното средство