Όχημα στα ολλανδικά
Μετάφραση: όχημα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vehikel, wagen, voertuig, auto, voertuigen, het voertuig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όχημα
όχημα υποστήριξης πεζικού terminator, όχημα ειδικού σκοπού, όχημα hagen, όχημα ορισμός, όχημα του πολυτεχνείου κρήτης, όχημα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, όχημα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- όταν στα ολλανδικά - als, terwijl, toen, wanneer, bij, bij het
- όφελος στα ολλανδικά - baat, voordeel, pré, baten, uitkering, behoeve
- όχθη στα ολλανδικά - boord, walkant, oever, bank, wal, waterkant, kant, ...
- όχι στα ολλανδικά - neen, geen, nee, niet, niet die
Τυχαίες λέξεις
Όχημα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vehikel, wagen, voertuig, auto, voertuigen, het voertuig
Μεταφράσεις: vehikel, wagen, voertuig, auto, voertuigen, het voertuig