Λέξη: συναίνεση
Σχετικές λέξεις: συναίνεση
συναίνεση συνώνυμο, συναίνεση ετυμολογία, συναίνεση ορισμόσ, συναίνεση αγγλικά, συναίνεση μόνο με αλλαγή ηγεσίας σε νδ - πασοκ, συναίνεση συνιδιοκτητών, συναίνεση αντωνυμο, συναίνεση της ουάσιγκτον, συναίνεση της ουάσιγκτον βικιπαιδεια, συναίνεση ασθενούς
Συνώνυμα: συναίνεση
συγκατάθεση, συγκατάβαση
Μεταφράσεις: συναίνεση
συναίνεση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
consensus, consent, acquiescence, agreement, a consensus
συναίνεση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
consenso, consentimiento, el consentimiento, autorización, de consentimiento, su consentimiento
συναίνεση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
konsens, übereinstimmung, Zustimmung, Einwilligung, Einverständnis, Genehmigung, zustimmen
συναίνεση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
concert, acquiescement, assentiment, approbation, accord, concorde, consentement, le consentement, autorisation, un consentement
συναίνεση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
consenso, il consenso, autorizzazione, accordo, approvazione
συναίνεση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consentimento, autorização, o consentimento, aprovação, de consentimento
συναίνεση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toestemming, instemming, toestemming van, goedkeuring, de toestemming
συναίνεση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
согласованность, согласие, единодушие, консенсус, согласия, согласии, разрешение
συναίνεση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
samtykke, tillatelse, lige samtykke, samtykket
συναίνεση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samtycke, medgivande, godkännande, tillstånd, sitt samtycke
συναίνεση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
enemmistöpäätös, suostumus, suostumusta, suostumuksella, suostumuksensa, suostumuksen
συναίνεση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
samtykke, tilladelse, godkendelse, tilladelsen
συναίνεση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
souhlas, shoda, souhlasu, souhlasem, souhlas s, souhlasit
συναίνεση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
konsensus, zgoda, jednomyślność, zgody, zgodę, zezwolenia, zgodą
συναίνεση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
konszenzus, beleegyezés, hozzájárulás, hozzájárulása, hozzájárulásával, beleegyezése
συναίνεση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rıza, onay, onayı, izin, onam
συναίνεση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порозуміння, погодженість, одностайність, згоду, згода, згоди, злагода, злагоду
συναίνεση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pëlqim, miratim, pëlqimi, pëlqimin, miratimi
συναίνεση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
консенсус, съгласие, съгласието, одобрение, съгласието си
συναίνεση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
згоду, згода
συναίνεση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
konsensus, üksmeel, nõusolek, nõusoleku, nõusolekul, nõusolekut, nõusolekuta
συναίνεση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
konsenzusom, konsenzus, pristanak, suglasnost, suglasnosti, pristanka, odobrenje
συναίνεση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samþykki, samþykkis, samþykki sitt
συναίνεση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sutikimas, sutikimą, sutikimo, leidimas, pritarimas
συναίνεση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piekrišana, piekrišanu, piekrišanas, piekrīt
συναίνεση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
согласност, согласноста, дозвола, одобрение, согласност од
συναίνεση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
consens, consimțământ, acordul, consimțământul, acord, consimțământului
συναίνεση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
shoda, soglasje, privolitev, soglasja, odobritev, soglasju
συναίνεση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
konsenzus, súhlas, súhlasu, schválenie, povolenie, svoj súhlas