Ευκολόπιστος στα γερμανικά
Μετάφραση: ευκολόπιστος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gutgläubig, leichtgläubig, efkolopistos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευκολόπιστος
ευκολόπιστος λεξικό γλώσσας γερμανικά, ευκολόπιστος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ευκατάστατος στα γερμανικά - reich, wohlhabend, gut geht, wohlhabe, auch abseits
- ευκολία στα γερμανικά - gewandtheit, gelegenheit, leichtigkeit, einrichtung, geschick, anlage, Leichtigkeit, ...
- ευκρίνεια στα γερμανικά - deutlichkeit, klarheit, übersichtlichkeit, Schärfe, Bildschärfe, die Schärfe
- ευκρινής στα γερμανικά - formulieren, aussprechen, deutlich, wortgewandt, durchsichtig, ausdrücken, übersichtlich, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευκολόπιστος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: gutgläubig, leichtgläubig, efkolopistos
Μεταφράσεις: gutgläubig, leichtgläubig, efkolopistos