Ευκολόπιστος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ευκολόπιστος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lichtgelovig, efkolopistos
Ευκολόπιστος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευκολόπιστος

ευκολόπιστος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευκολόπιστος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ευκατάστατος στα ολλανδικά - gefortuneerd, rijk, goed af, welgesteld, goed buiten
  • ευκολία στα ολλανδικά - gemak, verlichten, vergemakkelijken, verlichting, te verlichten
  • ευκρίνεια στα ολλανδικά - scherpte, de scherpte, beeldscherpte, scherp, scherpte van
  • ευκρινής στα ολλανδικά - doorzichtig, articuleren, verwoorden, te articuleren, formuleren, te verwoorden
Τυχαίες λέξεις
Ευκολόπιστος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lichtgelovig, efkolopistos