Ευκολόπιστος στα τσεχικά
Μετάφραση: ευκολόπιστος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
důvěřivý, lehkověrný, efkolopistos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευκολόπιστος
ευκολόπιστος λεξικό γλώσσας τσεχικά, ευκολόπιστος στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ευκατάστατος στα τσεχικά - bohatý, majetný, blahobytný, zámožný, zámožní, dobře si
- ευκολία στα τσεχικά - zručnost, dovednost, výhoda, obratnost, snadnost, zařízení, lehkost, ...
- ευκρίνεια στα τσεχικά - jasnost, průzračnost, rozdílnost, srozumitelnost, jasno, čirost, jas, ...
- ευκρινής στα τσεχικά - jasný, článkovat, průsvitný, srozumitelný, vyjádřit, vyslovit, vyslovovat, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευκολόπιστος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: důvěřivý, lehkověrný, efkolopistos
Μεταφράσεις: důvěřivý, lehkověrný, efkolopistos