Ανακαλώ στα δανικά
Μετάφραση: ανακαλώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilbagekaldelse, husker, tilbagekaldelsen, huske, tilbagekaldelse af
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανακαλώ
ανακαλώ στα αγγλικά, ανακαλώ english, ανακαλώ συνώνυμο, ανακαλώ στη μνήμη, ανακαλώ αγγλικά, ανακαλώ λεξικό γλώσσας δανικά, ανακαλώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανακαινίζω στα δανικά - orord, ro rd
- ανακαλύπτω στα δανικά - opdage, oplev, opleve, finde, opdager
- ανακατεμένος στα δανικά - promiskuøs, promiskuøse, flane, promiscuous, promiskuos
- ανακατεύω στα δανικά - mix, blande, bland, blandes, blander
Τυχαίες λέξεις
Ανακαλώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tilbagekaldelse, husker, tilbagekaldelsen, huske, tilbagekaldelse af
Μεταφράσεις: tilbagekaldelse, husker, tilbagekaldelsen, huske, tilbagekaldelse af