Ανακαλώ στα ισπανικά
Μετάφραση: ανακαλώ, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
revocar, derogar, abrogar, casar, anular, retirada, destitución, recordar, llamada, recuerdo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανακαλώ
ανακαλώ στα αγγλικά, ανακαλώ english, ανακαλώ συνώνυμο, ανακαλώ στη μνήμη, ανακαλώ αγγλικά, ανακαλώ λεξικό γλώσσας ισπανικά, ανακαλώ στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- ανακαινίζω στα ισπανικά - renovar, refacio, reface, rólogo, Prefacio
- ανακαλύπτω στα ισπανικά - tirar, atinar, dibujar, excavar, desenterrar, impresión, pizca, ...
- ανακατεμένος στα ισπανικά - abigarrado, abigarramiento, promiscuo, promiscua, promiscuos, promiscuas, promiscuidad
- ανακατεύω στα ισπανικά - unir, atizar, moverse, enmarañar, remover, mezclar, enredo, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανακαλώ στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: revocar, derogar, abrogar, casar, anular, retirada, destitución, recordar, llamada, recuerdo
Μεταφράσεις: revocar, derogar, abrogar, casar, anular, retirada, destitución, recordar, llamada, recuerdo