Ανηθικότητα στα δανικά

Μετάφραση: ανηθικότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
umoral, umoralitet, usædelighed, umoralsk, amoral
Ανηθικότητα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανηθικότητα

ανηθικότητα ορισμός, ανηθικότητα γνωμικά, ανηθικότητα λεξικό γλώσσας δανικά, ανηθικότητα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ανεύθυνος στα δανικά - uansvarlig, uansvarligt, uansvarlige, uforsvarlig
  • ανεύρεση στα δανικά - opdagelse, finde, fund, konstatering, konklusion, konstateringen, resultat
  • ανηλεής στα δανικά - hensynsløs, hensynsløse, skånselsløs, skånselsløse, ubarmhjertige
  • ανησυχία στα δανικά - sorg, angå, bekymring, vedrører, interesse, problem
Τυχαίες λέξεις
Ανηθικότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: umoral, umoralitet, usædelighed, umoralsk, amoral