Λέξη: παλεύω

Σχετικές λέξεις: παλεύω

παλεύω συνώνυμα, παλεύω με τα κύματα, το παλεύω, παλεύω στίχοι, την παλεύω, παλεύω μητροπάνος, παλεύω στα γαλλικά, παλεύω συνώνυμο

Συνώνυμα: παλεύω

μάχομαι, πολεμώ, καταπολεμώ, αγωνίζομαι, αμφισβητώ, διεκδικώ

Μεταφράσεις: παλεύω

παλεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wrestle, grapple, fight, grapple with, contend with, I fight

παλεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
luchar, aferrar, lucha, pelea, combate, la lucha

παλεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ringen, greifer, bewältigen, ringkampf, handgemenge, meistern, Kampf, Bekämpfung, Kampfes, kämpfen

παλεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
empoigner, saisir, capturer, appréhender, combattre, lutte, bataille, arracher, combat, jouter, prise, lutter, mêlée, joute, attraper, la lutte, de lutte

παλεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lottare, lotta, combattimento, battaglia, combattere, di lotta

παλεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
luta, briga, combate, lutar, luta de

παλεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kampen, beetnemen, pakken, beetpakken, worstelen, gevecht, strijd, vechten, bestrijding, bestrijding van

παλεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сцепиться, схватываться, схватиться, бороться, схватить, борьба, схватка, сражаться, бой, драка, сражение

παλεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fange, fight, kamp, kampen, kjempe, slåss

παλεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brottas, slagsmål, kamp, kampen, bekämpning, bekämpa

παλεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
painia, tarttua, kiemurrella, luikerrella, pärjätä, pyydystää, käsirysy, taistelu, taistella, taistelussa, taistelua, torjunnan

παλεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kamp, kampen, bekæmpelse, bekæmpelsen

παλεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rvát, uchopit, zápas, rvačka, chvat, zápasit, popadnout, boj, boje, boji, bojovat, bojem

παλεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zmaganie, zmagać, mocować, objąć, wydzierać, borykać, walczyć, wyrywać, walka, chwytak, chwyt, chwytać, bójka, walki, walkę

παλεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
horgony, birkózás, kihorgonyzás, harc, küzdelem, küzdelemben, küzdelmet, harcot

παλεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kavga, mücadele, dövüş, savaş, mücadeleyi

παλεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спотворювати, виривати, вивертати, викидати, боротьба, боротьби

παλεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përleshje, luftim, betejë, ndeshje, lufta

παλεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
борба, битка, бой, борбата, двубой

παλεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
барацьба, дужанне, змаганне, борьба

παλεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maadlema, haardekonks, võitlus, võitluse, võitluses, võitlust, võitlemise

παλεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kuka, čaklja, borba, borbi, borbu, borbe, boriti

παλεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
glíma, berjast, Fight, baráttan, baráttunni, bardagi

παλεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kova, kovos, kovą, kovoti, kovai

παλεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cīņa, cīņu, cīņai, cīņā, cīņas

παλεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
борбата, борба, борат

παλεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
luptă, lupta, luptei, lupte, bătaie

παλεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
boj, boja, boju, bojem

παλεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hmat, chvat, boj, boja, boji, bojovať
Τυχαίες λέξεις