Ανηθικότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανηθικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontucht, onzedelijkheid, immoraliteit, zedeloosheid, immoreel, immorality
Ανηθικότητα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανηθικότητα

ανηθικότητα ορισμός, ανηθικότητα γνωμικά, ανηθικότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανηθικότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανεύθυνος στα ολλανδικά - onverantwoordelijk, onverantwoord, onverantwoordelijke, onverantwoorde, verantwoord
  • ανεύρεση στα ολλανδικά - bevinden, vinden, treffen, ontdekken, aantreffen, bevinding, vondst, ...
  • ανηλεής στα ολλανδικά - meedogenloos, meedogenloze, wrede, genadeloze, ruthless
  • ανησυχία στα ολλανδικά - zaak, ontzetten, zorg, affaire, belang, bekommernis, ongerustheid, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανηθικότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ontucht, onzedelijkheid, immoraliteit, zedeloosheid, immoreel, immorality