Αποζημίωση στα δανικά
Μετάφραση: αποζημίωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
belønning, kompensation, erstatning, godtgørelse, udligning, kompensationen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποζημίωση
αποζημίωση δικαστικών αντιπροσώπων 2012, αποζημίωση γραμματέων 2014, αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης, αποζημίωση δικαστικών αντιπροσώπων 2014, αποζημίωση απόλυσης σε δόσεις, αποζημίωση λεξικό γλώσσας δανικά, αποζημίωση στα δανικά
Μεταφράσεις
- αποδυναμώνομαι στα δανικά - forarme, fattigere, forarmer, udpine, ruinere
- αποδυναμώνω στα δανικά - forarme, fattigere, forarmer, udpine, ruinere
- αποζημιώνω στα δανικά - skadesløsholde, friholde, godtgøre, fritage, yde erstatning
- αποθέωση στα δανικά - apoteose, apoteosen, apotheose, guddommeliggørelsen, apoteotisk
Τυχαίες λέξεις
Αποζημίωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: belønning, kompensation, erstatning, godtgørelse, udligning, kompensationen
Μεταφράσεις: belønning, kompensation, erstatning, godtgørelse, udligning, kompensationen