Λέξη: πολίτευμα

Σχετικές λέξεις: πολίτευμα

πολίτευμα αρχαίας σπάρτης, πολίτευμα σπάρτης, πολίτευμα κίνας, πολίτευμα ρωσίας, πολίτευμα γαλλίας, πολίτευμα της ελλάδας, πολίτευμα αγγλίας, πολίτευμα γερμανίας, πολίτευμα ουκρανίας, πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας

Συνώνυμα: πολίτευμα

πολιτεία, περιοχή, χώρα, σύνταγμα, σύσταση, συγκρότηση, καταστατικός χάρτης, σωματικός οργανισμός

Μεταφράσεις: πολίτευμα

πολίτευμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
regime, polity, constitution, system of government, of government

πολίτευμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
régimen, gobierno, política, organización política, sistema de gobierno, sistema político

πολίτευμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
behörden, autoritäten, regime, regierungsform, regierung, Gemeinwesen, Gemeinwesens, polity, Staatswesen

πολίτευμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gouvernement, organisme, régime, régime politique, système politique, politie, entité politique, corps politique

πολίτευμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
regime, dieta, ordinamento politico, polity, sistema politico, comunità politica, classe politica

πολίτευμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
governo, regime, política, polity, sistema político

πολίτευμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gouvernement, regime, staatsvorm, stelsel, overheid, regering, staatsinrichting, staatsbestel, polity, bestuursvorm

πολίτευμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
режим, строй, правительство, государство, государственное устройство, полития, государственного устройства, политии

πολίτευμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
regjering, polity, politikken, regjeringsform, styreform, strategiplan

πολίτευμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
regim, polityen, polity, statsskick, styrelseskick, statsbildning

πολίτευμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hallitusjärjestelmä, hallitus, valtioneuvosto, järjestelmä, valtiomuoto, polity, hallintojärjestelmä, hallintojärjestelmän, hallitusmuodolle

πολίτευμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
regering, regime, statsdannelse, statssamfund, styreform, samfundsdannelse, regeringsform

πολίτευμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zřízení, režim, občanský řád, polity, politické zřízení, politickým tělesem

πολίτευμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ustrój, reżym, reżim, polity, administracja państwowa

πολίτευμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rezsim, államigazgatás, alkotmány, polity, államközösség, politikai közösség

πολίτευμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hükümet, hükümet şekli, polity, yönetim biçimi, siyaseti, siyasetin

πολίτευμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
царевбивство, царевбивця, держава, державу, держави

πολίτευμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
organizatë politike, shtet, qeveri, segmentet politike të, qeverisja e

πολίτευμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
правителство, режим, държавно устройство, система на управление, форма на управление, наднационална структура, наднационална

πολίτευμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзяржава, дзяржаву

πολίτευμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valitsusvõim, riigikord, riigikorra, Polity, Riik vorm, poliitiliseks üksuseks

πολίτευμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
režima, sustav, režim, uređenje, oblik vladavine, državno uređenje, vladavina, polity, političku zajednicu

πολίτευμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
polity

πολίτευμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
santvarka, režimas, valdžia, vyriausybė, Valstybės įranga, Polity, Forma valdybos, Įvaizdį valdybos

πολίτευμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
režīms, valdība, valsts iekārta, Polity

πολίτευμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Политика, државно уредување, Полити, културата, Политика на

πολίτευμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
guvern, organizare statală, polity, sistem politic, regim politic, formă de guvernare

πολίτευμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
režim, vláda, Vladavina, polity, politična skupnost, usmerjena politična skupnost

πολίτευμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
režim, vláda, systém, občiansky, občianskeho, obcansky, občianske

Στατιστικά δημοτικότητας: πολίτευμα

Τυχαίες λέξεις