Βλέμμα στα δανικά

Μετάφραση: βλέμμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
betragte, blik, afvente, se, ser, kigge, at se, så
Βλέμμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βλέμμα

βλέμμα στο φασισμό, βλέμμα που σκοτωνει, βλέμμα στο φασισμό ιι, βλέμμα που μαγνητίζει, βλέμμα οφθαλμολογικό κέντρο, βλέμμα λεξικό γλώσσας δανικά, βλέμμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βλάκας στα δανικά - kretiner, imbecil, idiot, fjols, æsel, narre, snyde, ...
  • βλάπτω στα δανικά - beskadige, skade, ondt, såre, såret, til skade
  • βλέπω στα δανικά - se, vagtpost, ur, jf, kunne se, ser
  • βλέψη στα δανικά - sigte, ærgerrighed, ambition, mål, hensigt, aspiration, ønske, ...
Τυχαίες λέξεις
Βλέμμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: betragte, blik, afvente, se, ser, kigge, at se, så