Λέξη: πνίγομαι

Σχετικές λέξεις: πνίγομαι

αντώνης βαρδής-πνίγομαι, καλέ πνίγομαι, πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό, πνίγομαι αγγλικά, πνίγομαι με το σάλιο, πνίγομαι ονειροκρίτης, πνίγομαι πνίγεσαι, πνίγομαι στον ύπνο, πνίγομαι στον ύπνο μου, πνίγομαι wiktionary

Συνώνυμα: πνίγομαι

στραγγαλίζω, πνίγω, ασφυκτιώ, κλείω τον ατμό, αποπνίγω

Μεταφράσεις: πνίγομαι

πνίγομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
drown, suffocate, choke, throttle, chocked

πνίγομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ahogar, anegar, sofocarse, sofocar, asfixiar, asfixiarse

πνίγομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ertrinken, ersticken, zu ersticken, erstickt, ersticke

πνίγομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
couler, assourdir, fondre, noyer, étouffer, inonder, submerger, noyez, suffoquer, asphyxier, d'étouffer, se étouffer

πνίγομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
soffocare, soffocarlo, soffocare la, soffocarla, soffocano

πνίγομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afogar, abismar-se, gota, sufocar, sufocam, sufocá, asfixiar

πνίγομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdrinken, vergaan, stik

πνίγομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
утопать, потонуть, утонуть, утопить, потопить, топить, погружать, тонуть, заливать, задушить, задохнуться, задыхаться, задыхаются, душить

πνίγομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kveles, kvele, kvalt, kveler, bli kvalt

πνίγομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dränka, kväva, kvävas, kvävs, kväver, att kvävas

πνίγομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hukkua, tukehtua, tukahduttaa, tukehtuvat, tukehtuu, tukehduttaa

πνίγομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
drukne, kvæle, blive kvalt, kvalt, kvæles, kvæler

πνίγομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
topit, ztlumit, hasit, potopit, utopit, zatopit, utápět, udusit, dusit, udusí, se udusí, se udusit

πνίγομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tonąć, utonąć, topić, zatapiać, utopić, zagłuszać, dusić, zadusić, udusić, duszą, udusi

πνίγομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megfojt, megfullaszt, megfullad, fuldokolni, megfulladni

πνίγομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boğmak, boğmaya, boğulmasına, suffocate, Boğulduklarını

πνίγομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
затопляти, заливати, потонути, потопити, тонути, задушити, придушити

πνίγομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbytem, më merret fryma, mbyt, merret fryma, të merret fryma, ndalet fryma

πνίγομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
задушавам, задушат, се задуши, се задушат, задушиш

πνίγομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
задушыць, прыдушыць, зарэзаць

πνίγομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uputama, uppuma, lämbuma, lämmatada, lämbuda, lämbuvad, lämmatama

πνίγομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
utopiti, potopiti, zagušiti, ugušiti, gušiti, ugussi, se ugušiti

πνίγομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
drukkna, drekkja, kafna

πνίγομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
uždusti, uždusinti, slopti, dusinti, dusti

πνίγομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
smacēt, žņaugt, nosmakt, nosmacētu

πνίγομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
задушуваат, да го задуши, се задушува, ја задушуваат

πνίγομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sufoca, sufoce, se sufoce, sufocă, sufoc

πνίγομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
topit, utopit, zadušijo, zadušil, zadušili, zadušila, zaduši

πνίγομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
utopiť, udusiť, zadusiť, o spomalenie, udusit, vybuchne sami
Τυχαίες λέξεις