Λέξη: τσιμπολόγημα
Μεταφράσεις: τσιμπολόγημα
τσιμπολόγημα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nibble, snacking, nibbling, snacking on
τσιμπολόγημα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
roer, picar, Comer entre comidas, Bocadillos, Snacking, Merendar, Los refrigerios
τσιμπολόγημα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
halbbyte, knabbern, Snacking, naschen, Snacks, Snacking ist, Zwischenmahlzeiten
τσιμπολόγημα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brouter, croquer, mordiller, ronger, mordre, grignoter, Snacking, grignotage, collations, Les collations
τσιμπολόγημα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mangiucchiare, rosicchiare, snacking, spuntino, spuntini, snacking del, Gli spuntini
τσιμπολόγημα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
roer, mordidela, seguinte, snacking, merendas, que Snacking, Lanches, petiscar
τσιμπολόγημα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
knagen, knabbelen, snacken, snacking, tussendoortjes, snoepen, van Snacking
τσιμπολόγημα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кусок, клев, лоскут, клевать, обкусывать, обгрызать, надгрызать, откусывание, обгрызание, щипать, Snacking, Употребление
τσιμπολόγημα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
knaske, snacking, småspising, andesnacks øverst
τσιμπολόγημα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
knapra, mumsa, nafsa, mellanmål, snacking, småätande, småäta, som snacking
τσιμπολόγημα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nykäys, näykkiä, nälviä, haukata, jyrsiä, napostella, eväs, snacking, napostelua, naposteluun
τσιμπολόγημα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mellemmåltider, snacking, Snacks, nyd snacks
τσιμπολόγημα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ohryzat, hrýzt, hryzat, brát, oštipovat, okousat, okusovat, ohlodávat, snacking
τσιμπολόγημα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obgryzać, ogryzać, półbajt, dziobanie, skubać, nadgryzać, gryźć, czepiać, przekąski, podjadanie, snacking, przekąsek
τσιμπολόγημα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
majszolás, nassolás, snacking, a nassolás, főétkezések, nassolást
τσιμπολόγημα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kemirmek, Snacking, atıştırma, atıştırmak, meze, • Atıştırmak
τσιμπολόγημα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
клювати, щипати, відкушування, Snacking
τσιμπολόγημα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
snacking
τσιμπολόγημα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
Лека закуска
τσιμπολόγημα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Snacking
τσιμπολόγημα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
näkitsema, snacking, näksimise, söögiisu
τσιμπολόγημα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
Grickanje, snacking, prigristi
τσιμπολόγημα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
snacking, snarl, hemja löngunina í snarl
τσιμπολόγημα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
snacking
τσιμπολόγημα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
snacking
τσιμπολόγημα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
snacking, залак, секој расположи за други
τσιμπολόγημα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
snacking, gustari, gustări, gustarile, mâncați între mese
τσιμπολόγημα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Hrustljavo, Snacking
τσιμπολόγημα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
snacking
Τυχαίες λέξεις