Βρώμα στα δανικά
Μετάφραση: βρώμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stank, stink, stinke, stanken, stinker
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βρώμα
βρώμα και δυσωδία, βρώμα ετυμολογία, μπόχα βρώμα, βρώμα βρώμα πωπω βρώμα, το βρώμα, βρώμα λεξικό γλώσσας δανικά, βρώμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- βρύο στα δανικά - mos, mosgrøn, moss
- βρύση στα δανικά - brønd, kilde, hane, springvand, vandhane, Blandingsbatteri, vandhanen, ...
- βρώμη στα δανικά - havre, gryn
- βρώμικος στα δανικά - snavset, beskidt, dirty, beskidte, snavsede
Τυχαίες λέξεις
Βρώμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stank, stink, stinke, stanken, stinker
Μεταφράσεις: stank, stink, stinke, stanken, stinker