Λέξη: βρώμα

Σχετικές λέξεις: βρώμα

βρώμα και δυσωδία, βρώμα ετυμολογία, μπόχα βρώμα, βρώμα βρώμα πωπω βρώμα, το βρώμα, βρώμα συνώνυμα, βρώμα ή βρόμα, έβγαλε βρώμα

Συνώνυμα: βρώμα

βρωμιά, χώμα, σκόνη, ακαθαρσία, ρύπος, λέρα, βωμολοχία, χυδαιολογία, δυσωδία, αναθυμίαση, άσχημη μυρωδιά, φετίχ, ξόανο, είδωλο, δυσοσμία, κακοσμία

Μεταφράσεις: βρώμα

βρώμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stench, stink, filth, dirt, fetish

βρώμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hediondez, hedor, peste, apestan, mal olor, apesta

βρώμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gestank, Gestank, stinken, stink, stinkt

βρώμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
relent, odeur, puanteur, fusil-mitrailleur, puent, pue, stink, puante

βρώμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tanfo, lezzo, puzzo, fetore, puzza, puzzano

βρώμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fedor, cheiro, mau cheiro, do fedor, stink

βρώμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stank, stinken, stink, stinkt, vies ruiken

βρώμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вонища, смрад, вонь, зловоние, воняют, вонять

βρώμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stank, stinker, stinke, stanken

βρώμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stank, stink, stinker, stanken, stinka

βρώμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katku, lemu, löyhkä, haju, haisu, haista, stink, meteli

βρώμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stank, stink, stinke, stanken, stinker

βρώμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zápach, pach, smrad, smrdí, smrdět

βρώμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fetor, swąd, odór, smród, śmierdzieć, stink

βρώμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bűz, büdös, bűze, bűzlik, bűzt

βρώμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pis koku, iğrenç kokmak, kokmak, kokusundan anlamak, berbat olmak

βρώμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сморід, вонь

βρώμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
erë e keqe, kimi, kalbësira, kutërbim

βρώμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зловоние, смрад, воня, вонята, се вмирисват, вмирисват

βρώμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
смурод, вонь, пах

βρώμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lehk, hais, haise, haisevad

βρώμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smrad, raspadaju, vonj, zaudarati, smrdjeti

βρώμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skítalykt, óþefur, vond

βρώμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tvaikas, smarvė, dvokas, nemaloni sensacija, dvokimas, pasmirsti

βρώμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
smaka, smirdoņa, smirdēt, smaku

βρώμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
смрдеа, реа, смрад, смрдени, смрдеата

βρώμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
duhoare, putoare, putoarea, put, duhni

βρώμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
smrad, smrdijo, smrdi, smrdljivka, smrdljive

βρώμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
puch, zápach, smrad
Τυχαίες λέξεις