Γένι στα δανικά
Μετάφραση: γένι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skæg, skægget, beard, fuldskæg
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γένι
γένι βλυχού, ονειροκρίτης γένι, γένι λευκάδας, γένι βλυχού ν. λευκάδας, το γένι, γένι λεξικό γλώσσας δανικά, γένι στα δανικά
Μεταφράσεις
- γέμισμα στα δανικά - kors, kryds, fyld, udstopning, stopning, stuffing, fyldet
- γένεση στα δανικά - Genesis, tilblivelse, tilblivelsen, Mosebog, Første Mosebog
- γένια στα δανικά - stubbe, skægstubbe, stub, stubben, Halm
- γέννα στα δανικά - fødsel, fødslen, født, født hvor
Τυχαίες λέξεις
Γένι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skæg, skægget, beard, fuldskæg
Μεταφράσεις: skæg, skægget, beard, fuldskæg