Λέξη: ακριβώς

Σχετικές λέξεις: ακριβώς

ακριβώς επιλύσιμα κβαντομηχανικά δυναμικά, ακριβώς πριν, ακριβώς ιταλικά, ακριβώσ στα αγγλικά, ακριβώσ αυτό, ακριβώς αντωνυμο, ακριβώς στα γαλλικά, ακριβώσ έτσι, ακριβώς ή ακριβός, ακριβώς βικιλεξικο

Συνώνυμα: ακριβώς

πολύ, ακόμη και, λίαν

Μεταφράσεις: ακριβώς

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
exactly, precisely, very, just, right
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
precisamente, justamente, exactamente, exactitud, con exactitud, es exactamente
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gerade, genaue, genau, pingelig, exakt, genau das
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
précisément, exactement, complètement, totalement, droite, justement, entièrement, absolument, exactement de, exactement à
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giustamente, appunto, esattamente, proprio, precisamente, esatto
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
justamente, precisamente, exacto, exactamente, exatamente, exatamente o
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nauwgezet, exact, vlak, scherp, precies, juist, accuraat, nauwkeurig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ровно, точно, точь-в-точь, правильно, именно, точности, в точности
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nøyaktig, akkurat, helt, nettopp, eksakt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
exakt, just, precis
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarkalleen, just, tarkkaan, ihan, nimenomaan, juuri, täsmälleen, vallan, aivan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nøjagtig, præcis, nøjagtigt, præcist
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přesně, úplně, navlas, právě, přesně to
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
precyzyjnie, skrupulatnie, dokładnie, właśnie, zupełnie, szczegółowo, ściśle, dokładnie to
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pontosan, éppen, hogy pontosan
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tam, tam olarak, tamamen, aynen, kesinlikle
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чіткий, певен, точно, певний, саме, точнісінько, визначений, ретельний
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pikërisht, fiks, saktësisht, tamam, saktësisht se, saktësi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
точно, точния, именно, музиката, точно така
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дакладна, сапраўды, точно, нібы, быццам
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
karvapealt, täpselt, just, täpselt nii
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brižno, točnije, upravo, točno, pedantno, uredno, taman, baš, je točno, se točno
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einmitt, nákvæmlega, gjörla, alltaf, alveg
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tiksliai, tikrai, būtent, lygiai, tiksliai yra
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
precīzi, tieši, tieši tā, tieši to
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
точно, токму, баш, што точно, токму онака
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tocmai, fix, chiar, exact, exacta, exacta pentru
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
točno, natančno, ravno, natanko, prav
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
presne, presné

Στατιστικά δημοτικότητας: ακριβώς

Τυχαίες λέξεις