Γελοίος στα δανικά
Μετάφραση: γελοίος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
latterlig, urimelig, meningsløs, absurd, clownish, klovneagtig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γελοίος
γελοίος ετυμολογία, γελοίος συνώνυμα, είσαι γελοίος, γελοίος γνωμικά, γελοίος λεξικό γλώσσας δανικά, γελοίος στα δανικά
Μεταφράσεις
- γειτονιά στα δανικά - kvarter, nabolag, kvarteret, område
- γειτονικός στα δανικά - tilstødende, støder op, ved siden, støder, der støder op
- γελοιοποιώ στα δανικά - burlesque, burlesk, burleske, parodisk, lavkomisk
- γελοιότητα στα δανικά - latterlighed, ridiculousness, latterlige
Τυχαίες λέξεις
Γελοίος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: latterlig, urimelig, meningsløs, absurd, clownish, klovneagtig
Μεταφράσεις: latterlig, urimelig, meningsløs, absurd, clownish, klovneagtig