Λέξη: έξοδα
Σχετικές λέξεις: έξοδα
έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης 2014, έξοδα φαρμακευτικής περίθαλψης, έξοδα αγοράς ακινήτου, έξοδα σύστασης ικε, έξοδα διάθεσης, έξοδα προσημείωσης υποθήκης, έξοδα κηδείας ικα, έξοδα πολυετούς απόσβεσης, έξοδα διοικητικής λειτουργίας, έξοδα κηδείας
Συνώνυμα: έξοδα
χρέωση, επιβάρυνση, γόμωση, δαπάνη, επίθεση, έμμεσα έξοδα
Μεταφράσεις: έξοδα
έξοδα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
expense, expenses, costs, the costs, costs of, expenditure
έξοδα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gasto, expensas, gastos, los gastos, gastos de, los gastos de, costos
έξοδα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unkosten, ausgabe, aufwand, auflagen, aufwendung, kosten, spesen, Kosten, Auslagen, Spesen, Unkosten, Aufwendungen
έξοδα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dépense, charge, défraiements, frais, dépenses, les dépenses, charges, les frais
έξοδα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spesa, spese, le spese, spese di, oneri, costi
έξοδα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
despesa, expelir, gastos, despesas, despesas de, as despesas, despesas com
έξοδα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onkosten, uitgaaf, kosten, uitgaven, lasten, de kosten
έξοδα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
расход, расходование, цена, затрата, трата, издержки, расходы, расходов, затраты, затрат
έξοδα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
omkostning, bekostning, utgift, kostnad, utgifter, kostnader, utgiftene
έξοδα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utgift, kostnad, bekostnad, omkostnad, kostnader, utgifter, kostnaderna
έξοδα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kustannus, meno, kulu, kulut, kuluja, kustannukset, menot, kulujen
έξοδα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udgifter, omkostninger, udgifterne, udgifter i
έξοδα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výdaj, výdaje, náklad, náklady, útrata, výloha, výdajů, výdaje na, náklady na
έξοδα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
koszt, wydatek, rozchody, rozchód, wydatki, koszty, kosztów, wydatków
έξοδα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
költség, kiadás, költségek, kiadások, költségeket, ráfordítások, költségeit
έξοδα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
masraf, harcama, giderler, giderleri, masraflar, masrafları, gideri
έξοδα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
витрати, витрата, ціна, трата, видатки, витрат
έξοδα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpenzim, shpenzimet, shpenzimet e, shpenzime, shpenzimeve
έξοδα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разходи, разходите, разноски, разходи за
έξοδα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выдаткі, расходы
έξοδα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kulu, kulud, kulude, kulusid, kulutused, kulutuste
έξοδα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trošak, trošku, troškovi, rashodi, troškove, troškova, izdaci
έξοδα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gjöld, kostnaður, útgjöld, kostnað, kostnaði
έξοδα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sumptus, impensa
έξοδα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išlaidos, išlaidas, sąnaudos, išlaidų
έξοδα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izdevumi, izmaksas, izdevumus
έξοδα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
трошоци, трошоците, трошоци за, трошоците за, расходи
έξοδα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cheltuieli, cheltuielile, cheltuielilor, cheltuielile de, cheltuielilor de
έξοδα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vdaj, stroški, odhodki, izdatki, stroške, stroškov
έξοδα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výdaj, výdavky, náklady, výdavkov, výdaje
Στατιστικά δημοτικότητας: έξοδα
Τυχαίες λέξεις