Λέξη: ανώνυμος
Σχετικές λέξεις: ανώνυμος
ανώνυμος εταιρεία στα αγγλικά, ανώνυμος ο έλλην, ανώνυμος ελληνική νομαρχία, ανώνυμος του 1789, ανώνυμος εκπαιδευτική εταιρεία οτε, ανώνυμος αρτηρία, ανώνυμοσ εταιρεία, ανώνυμος απολογητής, ανώνυμος ταινία, ανώνυμος 1789
Συνώνυμα: ανώνυμος
ακατονόμαστος, άσημος, χωρίς όνομα, απερίγραπτος
Μεταφράσεις: ανώνυμος
ανώνυμος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
anonymous, nameless, unnamed, an anonymous, public limited
ανώνυμος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anónimo, Anonymous, anónima, anónimos, anonimato
ανώνυμος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
namenlos, unnennbar, unbenannt, anonym, anonyme, anonymen, anonymer, anonymous
ανώνυμος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
anonyme, innomé, anonymes, anonymat, l'anonymat, anonymous
ανώνυμος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
anonimo, anonima, anonime, anonimi, anonymous
ανώνυμος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anônimo, anónimo, anônima, anónima, anônimos
ανώνυμος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nameloos, naamloos, ongetekend, ongenoemd, anoniem, anonieme, Anonymous
ανώνυμος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безымянный, невыразимый, противный, анонимный, неподписанный, анофелес, отвратительный, несказанный, неизвестным, анонимным, анонимными, анонимного
ανώνυμος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anonym, anonymt, anonyme, inn anonym, anonymous
ανώνυμος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
namnlös, anonym, anonymt, anonyma, anonymous
ανώνυμος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
anonyymi, nimetön, nimettömiä, anonymous, nimettömiksi
ανώνυμος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
anonym, Anonymous, anonyme, anonymt
ανώνυμος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bezejmenný, anonymní, nejmenovaný, anonymitě, v anonymitě, anonym, anonymních
ανώνυμος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
anonimowy, niewysłowiony, bezimienny, nieznany, anonimowe, anonymous, anonimowa, anonimowość
ανώνυμος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ismeretlen, névtelen, anonim, a névtelen, anonymous
ανώνυμος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
adsız, anonim, isimsiz, anonim bir, anonymous, gizli
ανώνυμος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безіменний, несказанний, анонімний, анонімне, Анонім, опубліковано Анонім
ανώνυμος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
anonim, Anonymous, anonime, Anonymous I, anonimë
ανώνυμος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
анонимен, анонимни, анонимно, анонимна, анонимната
ανώνυμος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ананімны, ананімная, ананімную, ананімнае
ανώνυμος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nimetu, tundmatu, anonüümne, anonüümseks, anonüümsed, anonüümse, anonüümseid
ανώνυμος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neiskaziv, nepoznat, neizreciv, anoniman, bezimen, Anonymous, anonimni, Anonimno, anonimna
ανώνυμος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nafnlaus, Anonymous, ónefndur, nafnleynd, nafnlaust
ανώνυμος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
anoniminis, anoniminiais, anoniminė, anonimiškas, anonimiškai
ανώνυμος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
anonīms, anonīmi, anonīma, anonīmu, anonīmas
ανώνυμος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
анонимен, анонимни, анонимните, анонимна, анонимно
ανώνυμος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
anonim, anonymous, anonime, anonimă, anonimi
ανώνυμος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
anonimni, anonymous, anonimna, anonimen, anonimno
ανώνυμος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
anonymní, anonymné, anonymný, anonymných, anonymnej, anonymná
Τυχαίες λέξεις