Είδωλο στα δανικά

Μετάφραση: είδωλο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
billede, figur, idol, afgud, idolet, Idol og
Είδωλο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: είδωλο

είδωλο ετυμολογία, είδωλο στα θρησκευτικά, είδωλο ονειροκρίτης, είδωλο ορισμόσ, είδωλο συστήματος, είδωλο λεξικό γλώσσας δανικά, είδωλο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • είδη στα δανικά - art, emner, varer, poster, elementer, punkter
  • είδος στα δανικά - skrift, art, type, venlig, slags, flink, rar, ...
  • είκοσι στα δανικά - tyve, snes, og tyve, femogtyve
  • είμαι στα δανικά - være, findes, eksistere, jeg er, jeg, er jeg, jeg ser, ...
Τυχαίες λέξεις
Είδωλο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: billede, figur, idol, afgud, idolet, Idol og