Λέξη: λευκός

Σχετικές λέξεις: λευκός

λευκός καρχαρίας, λευκός γάμος, λευκός χορός, λευκός οίκος η πτώση online, λευκός φώσφορος, λευκός πύργος, λευκός θόρυβος, λευκός οίκος, λευκός σταυρός, λευκός νάνος

Συνώνυμα: λευκός

κενός, άγραφος, ασυμπλήρωτος, καθαρός, χωρίς ενδιαφέρο, άσπρος

Μεταφράσεις: λευκός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
white, blank, a white
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
formulario, blanco, hueco, blanca, blancos, en blanco, blancas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
niete, bleichen, blank, weiße, lücke, niet, leere, vordruck, weiß, unausgefüllt, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
net, blême, lacune, hâve, blancheur, blanc, herber, vierge, blafard, clair, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imbiancare, biancore, bianchezza, vuoto, scialbo, lacuna, bianco, bianca, white, nero, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
branco, assobio, assobiar, branca, brancos, white, o branco
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ledig, blank, wit, oningevuld, leeg, blanco, leegte, blanke, witte, een witte, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вырубка, полый, белокожий, порожний, седой, белогвардеец, бланк, незаполненный, белый, пустой, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hvit, blek, blank, hvite, hvitt, white
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
formulär, vit, uttryckslös, nitlott, vitt, vita, white, vits
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ilmeetön, valkea, vitivalkoinen, valkoinen, aihio, aukko, valkoisella, valkoista, white, valkoisen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blank, hvid, formular, hvidt, hvide, white
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bledý, bělost, prázdnota, bělit, prázdný, formulář, běloba, bílit, běloch, bezobsažný, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
białko, luka, pokrzewka, biały, biel, bezmyślny, wygaszony, kratka, pusty, blankiet, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ártalmatlan, fehérség, hiányjel, fehérizzó, halvány, fehérruhás, konzervatív, fehér, fehéráru, kitöltetlen, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ak, eksiklik, boş, beyaz, beyaz bir, white
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бланк, незаповнений, порожній, пустий, бланковий, крихта, білий, біла, біле
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bardhë, e bardhë, i bardhë, white, të bardhë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бяло, бели, бял, бяла, бялата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
белы, пусты, белый
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lünk, valge, valged, valget, valgete, white
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
međuprostor, bijeliti, bijelih, bijel, neispisan, neispitan, sijed, bjelina, bijela, bijelo, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eyðublað, hvítur, hvítt, WHITE, hvít, hvíta
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
albus, candidus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
baltaodis, balta, baltas, baltos, balti, baltos spalvos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
baltais, balts, balta, baltā, baltas, baltu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бела, бело, бел, бели, Белата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gol, alb, albă, albe, alba, culoare albă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bela, bel, white, belo, beli
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
biely, vynechaný, biela, bílá, biele, čierna

Στατιστικά δημοτικότητας: λευκός

Τυχαίες λέξεις