Εντελώς στα δανικά

Μετάφραση: εντελώς, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
all, meget, ganske, særlig, helt, fuldstændigt, fuldstændig, fuldt, komplet
Εντελώς στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εντελώς

εντελώς τελείως, εντελώς διαφορετική η σ. αλιμπέρτη με αρκετά παραπανίσια κιλά, εντελώς αναξιοπρεπές, εντελώς μεταξύ μας, εντελώς λάθος, εντελώς λεξικό γλώσσας δανικά, εντελώς στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εντατικός στα δανικά - intensiv, intensive, intensivt, en intensiv, intens
  • εντείνω στα δανικά - intensivere, styrke, at intensivere, øge, forstærke
  • εντοιχισμένος στα δανικά - indbygning, Indbygget, planforsænket, planforsænkede, Det flushmonterede
  • εντολή στα δανικά - bestilling, ordning, dekret, styre, orden, beherske, befaling, ...
Τυχαίες λέξεις
Εντελώς στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: all, meget, ganske, særlig, helt, fuldstændigt, fuldstændig, fuldt, komplet