Λέξη: δόκιμος

Σχετικές λέξεις: δόκιμος

δόκιμος έφεδρος αξιωματικός wiki, δόκιμος έφεδρος αξιωματικός μισθός, δόκιμος έφεδρος αξιωματικός μονιμοποίηση, δόκιμος αξιωματικός, δόκιμος όρος, δόκιμος έφεδρος αξιωματικός πυροβολικού, δόκιμος έφεδρος αξιωματικός, δόκιμος έφεδρος αξιωματικός κυπρος, δόκιμος έφεδρος αξιωματικός in english, δόκιμος έφεδρος αξιωματικός ειδικών δυνάμεων

Συνώνυμα: δόκιμος

μαθητής στρατιωτικής σχολής, υστερότοκος, μαθητής ναυτικής σχολής

Μεταφράσεις: δόκιμος

δόκιμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
apprentice, cadet, probationary, a probationary, probationer, novice

δόκιμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
novicio, aprendiz, cadete, Cadet, cadetes, de cadetes, cadete de

δόκιμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stift, azubi, auszubildender, auszubildende, lehrling, Kadett, Kadetten, cadet, Sohn

δόκιμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apprenti, novice, conscrit, débutant, arpète, disciple, cadet, cadets, des cadets de, des cadets, de cadets

δόκιμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cadetto, cadet, cadetti, allievo, cadetto di

δόκιμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aprendiz, cadete, Cadet, cadetes, de cadetes, cadete de

δόκιμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leerjongen, cadet, kadet, de Kadet, Kadet van, van de Kadet

δόκιμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отдать, ученик, подмастерье, учащийся, кадет, курсант, Cadet, кадетский, курсантом

δόκιμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lærling, kadett, cadet, kadetten

δόκιμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lärling, kadett, Cadet, kadetten, cadeten

δόκιμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oppisopimusoppilas, oppilas, harjoittelija, kisälli, oppipoika, kadetti, Cadet, kadettina, kadettien

δόκιμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lærling, cadet, kadet, kadetten, aspirant

δόκιμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nováček, začátečník, učeň, učedník, kadet, Cadet, kadetem, kadetní, kadeta

δόκιμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
aplikant, praktykant, nowicjusz, czeladnik, terminator, uczeń, kadet, kadetów, cadet, kadetem, junkier

δόκιμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tanonc, kadét, Cadet, a Cadet, hadapród

δόκιμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çırak, oğul, cadet, Harbiyeli, askeri öğrenci, aday

δόκιμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
учень, підмайстер, кадет, кадетів, кадете

δόκιμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kadet, kadet i, kursant i shkollës ushtarake, Cadet, kadetëve

δόκιμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ученик, кадет, кадет на, курсант, юнкер, кадетска

δόκιμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кадэт, кадэтаў, кадэтау, Кадэта

δόκιμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õpipoiss, kadett, Cadet, kadeti, politseikadett

δόκιμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
učenik, novajlija, početnik, kadet, naučnik, Cadet, kadetska, pitomac, kadet u

δόκιμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Cadet, vatnastrákur, Rookie

δόκιμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kariūnas, Cadet, kariūnų, kadetas, kariūnu

δόκιμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
māceklis, kadets, Cadet, kadetu, cadet lietota, Praktikants

δόκιμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кадет, питомец, кадетска, кадетската, Cadet

δόκιμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ucenic, cadet, Boboc, începător, de cadet, cadeți

δόκιμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kadet, cadet, kadetov, kadet je, Pitomac

δόκιμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
učeň, kadet
Τυχαίες λέξεις