Εξαγοράζω στα δανικά
Μετάφραση: εξαγοράζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
indløse, forløse, indløser, indfri, at indløse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξαγοράζω
αγοράζω συνώνυμα, εξαγορά στα αγγλικα, εξαγοράζω λεξικό γλώσσας δανικά, εξαγοράζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- εξαγγελία στα δανικά - proklamation, bekendtgørelse, meddelelse, annoncering, annonceringen, meddelelsen, offentliggørelsen
- εξαγορά στα δανικά - indløsning, indfrielse, forløsning, tilbagekøb, tilbagebetaling
- εξαγριώνω στα δανικά - hidse op, hidse, ophidse, enrage, raseri i
- εξαγωγή στα δανικά - eksport, eksportere, udførsel, eksporten, eksportprisen
Τυχαίες λέξεις
Εξαγοράζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: indløse, forløse, indløser, indfri, at indløse
Μεταφράσεις: indløse, forløse, indløser, indfri, at indløse