Λέξη: εξαγοράζω
Σχετικές λέξεις: εξαγοράζω
αγοράζω συνώνυμα, εξαγορά στα αγγλικα
Συνώνυμα: εξαγοράζω
απολυτρώ, απολυτρώνω, εξαργυρώνω, εξοφλώ
Μεταφράσεις: εξαγοράζω
εξαγοράζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
redeem, ransom, buy off
εξαγοράζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
redimir, rescatar, canjear, redimir a, redimirnos
εξαγοράζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einlösen, erlösen, zu erlösen, einzulösen, zurückkaufen
εξαγοράζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
délivrer, rachetez, rachètent, sauver, racheter, relayer, affranchir, rachetons, libérer, échanger, rachat, rembourser, racheter des
εξαγοράζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riscattare, rilevare, redimere, rimborsare, approffitare di, il rimborso
εξαγοράζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
remir, vermelho, redimir, resgatar, resgate, redeem
εξαγοράζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
loskopen, afkopen, vrijkopen, verlossen, aflossen, terugkopen, inwisselen, te verlossen
εξαγοράζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возвращать, выполнять, выплачивать, возмещать, вызволять, искупать, амортизировать, погашать, вызволить, освобождать, спасать, спасти, выкупить, увольнять, уволить, избавлять, выкупать, искупить, погасить, выкупа
εξαγοράζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innløse, forløse, løse, løse inn, innfri
εξαγοράζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lösa in, lösa, återlösa, inlösen, inlösa
εξαγοράζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lunastaa, korvata, vapahtaa, lunastamaan, lunasta, lunastaakseen, lunastaaksesi
εξαγοράζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indløse, forløse, indløser, indfri, at indløse
εξαγοράζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spasit, vykoupit, vysvobodit, splatit, zaplatit, vyplatit, umořit, vykoupil, odkoupit, vykoupí
εξαγοράζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wybawiać, odkupywać, umarzać, zbawiać, zrehabilitować, uwalniać, uwolnić, uratować, zbawić, wykupić, odkupić, wykupu, umorzenia
εξαγοράζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megvált, megváltsa, megváltani, visszaváltására, megváltja
εξαγοράζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kurtarmak, itfa, bedelini, redeem, amorti
εξαγοράζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розказувати, пояснення, план, розповідь, викуповувати, викупляти, викупати, викупити, викуплятиме
εξαγοράζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpengoj, shpengojë, shpengosh, shpenguar, të shpengosh
εξαγοράζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изкупи, откупи, изкупи обратно, изкупува обратно, осребрите
εξαγοράζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выкупляць, выкупаць, выкупліваць
εξαγοράζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lunastama, lunastada, lunastamiseks, tagasi osta, lunastab
εξαγοράζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osloboditi, nadoknaditi, iskupiti, naknaditi, otkupiti, otkupi, iskoristiti, otkup
εξαγοράζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
innleysa, leysa, leyst, að innleysa, að leysa
εξαγοράζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išpirkti, atpirkti, išpirktų, išpirks, išperka
εξαγοράζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izpirkt, atpirkt, izpirktu, atpakapirkšanu, atpirktu
εξαγοράζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
откупи, го откупи, избави, откуп, откуп на
εξαγοράζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răscumpăra, răscumpere, a răscumpăra, să răscumpere, rascumpara
εξαγοράζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odkupi, odkupiti, odkupil, unovčijo, odkup
εξαγοράζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vykúpiť, odkúpiť, vykúpi, vykúpenie