Επαναστάτης στα δανικά

Μετάφραση: επαναστάτης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
rebel, oprør, gøre oprør, oprører, oprørske
Επαναστάτης στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επαναστάτης

επαναστάτης γνωμικά, επαναστάτης ορισμός, ο επαναστάτης, επαναστάτης χωρίς αιτία, επαναστάτης ποπολάρος, επαναστάτης λεξικό γλώσσας δανικά, επαναστάτης στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επαναλαμβάνω στα δανικά - gentagelse, repeat, gentag, gentage, du gentage
  • επαναλαμβανόμενος στα δανικά - tilbagevendende, periodisk, recidiverende, gentagne, periodiske
  • επαναστατικός στα δανικά - revolutionerende, revolutionær, revolutionære, revolutionært, den revolutionære
  • επαναστατώ στα δανικά - rebel, oprør, gøre oprør, oprører, oprørske
Τυχαίες λέξεις
Επαναστάτης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: rebel, oprør, gøre oprør, oprører, oprørske