Καπάκι στα δανικά
Μετάφραση: καπάκι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
låg, øjenlåg, låget, dækslet, lågets
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καπάκι
καπάκι λεκάνης, καπάκι λεκάνης ideal standard, καπάκι χύτρας fissler, καπάκι πανόρμου, καπάκι τουαλέτας, καπάκι λεξικό γλώσσας δανικά, καπάκι στα δανικά
Μεταφράσεις
- κανόνας στα δανικά - regel, regere, lineal, styre, reglen, bestemmelse
- κανόνι στα δανικά - kanon, Cannon, kanoner, kanonen, i Cannon
- καπάτσος στα δανικά - dreven, listig, snu, ressourcestærke, opfindsomme, opfindsom, ressourcestærk, ...
- καπέλο στα δανικά - hat, hatten, hue, hatte
Τυχαίες λέξεις
Καπάκι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: låg, øjenlåg, låget, dækslet, lågets
Μεταφράσεις: låg, øjenlåg, låget, dækslet, lågets