Λέξη: ναυτικό

Σχετικές λέξεις: ναυτικό

ναυτικό απομαχικό ταμείο, ναυτικό μίλι, ναυτικό σαλόνι 2014, ναυτικό λύκειο, ναυτικό φυλλάδιο, ναυτικό δίκαιο, ναυτικό νοσοκομείο αθηνών, ναυτικό επιμελητήριο, ναυτικό μουσείο κρήτης, ναυτικό μουσείο, πολεμικό ναυτικό, ναυτικό νοσοκομείο

Συνώνυμα: ναυτικό

στόλος, πολεμικό ναυτικό

Μεταφράσεις: ναυτικό

ναυτικό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
navy, nautical, marine, maritime, naval

ναυτικό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
armada, marina, marina de guerra, marino, azul marino

ναυτικό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kriegsflotte, marine, flotte, kriegsmarine, Marine, navy, Kriegsmarine

ναυτικό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
flotte, marine, Navy, la marine, bleu marine, de la Marine

ναυτικό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
marina, flotta, navy, blu marino, del blu marino

ναυτικό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
marinha, navegação, marinho, da marinha, Navy, neatness

ναυτικό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
marine, navy, de marine, de Marine van, van de Marine

ναυτικό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
флотский, флотилия, флот, военно-морской флот, темно

ναυτικό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
marine, navy, marineblå, marinen

ναυτικό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flotta, marin, navy, marinblå, marinen, flottan

ναυτικό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laivasto, laivasto sininen, laivastonsininen, navy, laivaston

ναυτικό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
navy, marineblå, flåde, flåden

ναυτικό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
loďstvo, námořnictvo, válečné loďstvo, navy, námořnictva, námořnická

ναυτικό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
marynarka, granat, flota, marynarka wojenna, navy, granatowy, marynarki

ναυτικό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
haditengerészet, Navy, sötétkék, tengerészkék, tengerészet

ναυτικό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
donanma, Navy, lacivert, Donanması, deniz

ναυτικό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
флотський, флотилія, флот, морський, військово-морський флот

ναυτικό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
flotë, marinë, marina, marinës, flota, i marinës

ναυτικό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
военноморски флот, флот, Navy, ВМС, тъмносин

ναυτικό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ваенна, вайскова, военно

ναυτικό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
merevägi, sõjalaevastik, Navy, mereväe, tumesinine, mereväes

ναυτικό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mornarica, flota, mornarica je, navy, Ratne mornarice, ratna mornarica

ναυτικό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
floti, Navy, sjóher, sjóherinn, sjóhernum, herinn

ναυτικό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
karinis jūrų laivynas, laivynas, navy, karinio jūrų laivyno, karinis laivynas

ναυτικό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jūras kara flote, kara flote, eskadra, tumši, navy

ναυτικό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
морнарица, морнарицата, на морнарицата, поморски, морнарицата на

ναυτικό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bleumarin, marina, Navy, marinei, marină

ναυτικό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
navy, mornarica, mornarsko, mornarice, mornarsko modra

ναυτικό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vojnové, vojnovej, vojnových, vojenské, vojny

Στατιστικά δημοτικότητας: ναυτικό

Τυχαίες λέξεις