Κοσμήματα στα δανικά
Μετάφραση: κοσμήματα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
smykker, smykkeskrin, smykke
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοσμήματα
κοσμήματα σερκος, κοσμήματα με βελονάκι, κοσμήματα θεσσαλονίκη, κοσμήματα χονδρική, κοσμήματα pandora, κοσμήματα λεξικό γλώσσας δανικά, κοσμήματα στα δανικά
Μεταφράσεις
- κορώνα στα δανικά - højdepunkt, krone, Corona, korona, koronaen
- κοσκινίζω στα δανικά - si, gåde, finkæmme, støvtætte, sigte, sift, sortere
- κοσμήτορας στα δανικά - dekan, dean, dekanen, Provsten, provst
- κοσμικός στα δανικά - sætte, lægge, verdslig, verdslige, verdsligt, jordiske, jordisk
Τυχαίες λέξεις
Κοσμήματα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: smykker, smykkeskrin, smykke
Μεταφράσεις: smykker, smykkeskrin, smykke