Λέξη: πριονίζω

Συνώνυμα: πριονίζω

οδοντώ

Μεταφράσεις: πριονίζω

πριονίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
saw, jag, sawing

πριονίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
serrucho, sierra, punta, Jag, Jaguar, de Jag, juerga

πριονίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sägen, sprichwort, säge, sah, gesehen, zacke, Zacken, jag, Jaguar

πριονίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
scier, virent, proverbe, scie, couper, vu, cuite, JAG, du JAG, le JAG, GCC

πριονίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
segare, sega, frastagliare, Jag, seghettato, chiappa

πριονίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
provérbio, serrote, serrar, entalhe, Jag, Jaguar, do entalhe, de Jag

πριονίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zaag, zag, zagen, spreekwoord, kerven, scheur, Jag, Inkepen, rv

πριονίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подпиливать, пила, выпиливать, выпилить, пилить, напилить, дыра, Jag, Зубец, Джэг, ОКГ

πριονίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sag, jag, Søker, av Jag, tagg, rangel

πριονίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
såga, såg, Jag

πριονίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saha, näki, havaitsi, koki, näkivät, puuska, pykälä, jag, kärki, lovi

πριονίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
save, sav, jag

πριονίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pilka, řezat, rozřezat, pila, zoubkovat, Jag, hrot, Jaguár, Jaguar

πριονίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gestykulować, piłka, nadpiłować, piłować, rżnąć, piła, pilarka, występ, biba, żłobek, rozerwać, strzęp

πριονίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
példabeszéd, kicsipkéz, rovátkol, Jag, rovátka

πριονίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
testere, atasözü, çentik, jag, sersem, sarhoş eden içki, sarhoşluk

πριονίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пила, пилка, діра, дірка

πριονίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sharrë, qep, çakërrqejf, jag, ngarkesë e vogël, dhëmbëz, kep

πριονίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пила, напиване, нащърбявам, зъбец, назъбвам, наркотично състояние

πριονίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пiла, дзірка, дзюра, дзіра, дыра

πριονίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ütlus, saagima, nägi, nüsima, peatäis, Jag, koorem, laadung

πριονίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izreka, ugledala, vidio, piliti, pila, poslovica, jugozapad, izreckati, vršak, šiljak, Jag, Jaguar

πριονίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
jag

πριονίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pjūklas, patarlė, išgėrimas, jag, pjaustyti, atplaiša, iškarpyti

πριονίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sakāmvārds, paruna, zāģis, robs, plīsums, izrobot, šķautne, JAG

πριονίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пилата, Jag

πριονίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
proverb, dinte, zimț, Jag, cresta, tăia în zigzaguri

πριονίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žaga, jag, Vršak

πριονίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zoubkovat
Τυχαίες λέξεις