Κριάρι στα δανικά
Μετάφραση: κριάρι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vædder, ram, Væder, stemplet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κριάρι
κριάρι εναντίον μοτοσυκλετιστή, κριάρι ονειροκρίτης, κριάρι (νάνος), κουνέλι κριάρι, θυμωμένο κριάρι, κριάρι λεξικό γλώσσας δανικά, κριάρι στα δανικά
Μεταφράσεις
- κρησαρίζω στα δανικά - si, krisarizo
- κρησφύγετο στα δανικά - skjulested, Hideout, gemmested, tilholdssted
- κριθάρι στα δανικά - byg, byg med, af byg
- κριθαράκι στα δανικά - orzo, af Orzo
Τυχαίες λέξεις
Κριάρι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vædder, ram, Væder, stemplet
Μεταφράσεις: vædder, ram, Væder, stemplet